- εκτός
- (I)ἑκτός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτάοι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς).————————(II)επίρρ. (AM ἐκτός)1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ' ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ)2. (για εξαίρεση) πλην, παρεκτός, εξόν («ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν;», Πλάτ. Γοργ.)3. με υποθετ. ή ειδ. πρότασηεκτός αν, εκτός ότι4. (απολ.) απέξω5. φρ. «εκτός τόπου και χρόνου» — για κάθε νοητό, όπως π.χ. οι ιδέες τού Πλάτωνοςνεοελλ.φρ. «εκτός νόμου», «εκτός συναγωνισμού», «εκτός κινδύνου», «εκτός εαυτού»αρχ.1. χωρίς («ἐκτὸς ὠδίνων τέξεται», Διοσκουρίδης)2. (γεωμ.) πέρα, μακριά3. (για χρόνο) πέρα, μετά, ύστερα4. (απολ.) επιπλέον5. παρά τη συγκατάθεση κάποιου6. (με ρ. κινήσεως) έξω, προς τα έξω («ἔρριψεν αὐτὸν ἐκτός», Σοφ. Τρ.)7. οἱ ἐκτόςα) οι ξένοι, ο όχλοςβ) οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εκ (βλ. εξ) + επίρρ. κατάλ. -τος (πρβλ. εντός)].
Dictionary of Greek. 2013.